Οι ψαράδες του Chigozie Obioma | Προδημοσίευση στο Proust&Kraken



Μετάφραση: Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Redoine Amzlan

Κυκλοφορία: 22/10/15


Γίναµε ψαράδες όταν, την επόµενη εβδοµάδα, ο Ικένα ήρθε στο σπίτι από το σχολείο έτοιµος να εκραγεί από τη φρέσκια ιδέα. Ήταν τέλη Γενάρη, το θυµάµαι επειδή τα δέκατα τέταρτα γενέθλια του Μπότζα, που ήταν στις 18 Ιανουαρίου του 1996, τα είχαµε γιορτάσει εκείνο το Σαββατοκύριακο µε µια σπιτική τούρτα και αναψυκτικά στη θέση του βραδινού. Τα γενέθλιά του σηµατοδοτούσαν τον «µήνα του συνοµήλικου», µια περίοδο ενός µηνός κατά την οποία εξισωνόταν προσωρινά µε τον Ικένα, που είχε γεννηθεί στις 10 Φεβρουαρίου, έναν χρόνο πριν από κείνον. Ένας συµµαθητής του Ικένα, ο Σόλοµον, του είχε µιλήσει για τις χαρές του ψαρέµατος, αποκαλώντας το σπορ συναρπαστική εµπειρία, που επιπλέον ήταν και αποδοτική, αφού µπορούσες να πουλάς µερικά από τα ψάρια και να κερδίζεις ένα µικρό εισόδηµα. Ο Ικένα ξεσηκώθηκε ακόµα περισσότερο επειδή η ιδέα είχε εγείρει την πιθανότητα της αναβίωσης του Γιο-γιόδοντα, του ψαριού µας. Το ενυδρείο που βρισκόταν κάποτε δίπλα στην τηλεόραση είχε φιλοξενήσει ένα αφύσικα όµορφο ψάρι-δίσκο, ένα Symphysodon, κυριολεκτικά µια πανδαισία χρωµάτων – σε καφέ, βιολετί, µοβ, ακόµα κι ανοιχτό πράσινο. Ο πατέρας είχε ονοµάσει το ψάρι Γιογιόδοντα όταν ο Οµπέµπε, στην προσπάθειά του να προφέρει την ονοµασία του είδους του ψαριού, επινόησε µια λέξη που της έµοιαζε στον ήχο. Ο πατέρας αποµάκρυνε το ενυδρείο όταν ο Ικένα και ο Μπότζα, σε µια πονόψυχη απόπειρα να ελευθερώσουν το ψάρι από το «βρόµικο» νερό, άδειασαν το ενυδρείο και το ξαναγέµισαν µε καθαρό πόσιµο. Επιστρέφοντας αργότερα, διαπίστωσαν ότι το ψάρι δεν µπορούσε πια να κολυµπήσει πάνω από τα γυαλιστερά βότσαλα και τα κοράλλια.

Δεν πρόλαβε ο Σόλοµον να µιλήσει στον Ικένα για το ψάρεµα, και ο αδελφός µας ορκίστηκε ότι θα έπιανε έναν καινούργιο Γιογιόδοντα. Την επόµενη µέρα πήγε µε τον Μπότζα στο σπίτι του Σόλοµον και γύρισε παραληρώντας για τούτο και για κείνο το ψάρι. Αγόρασαν δύο καλάµια ψαρέµατος από κάπου που τους έδειξε ο Σόλοµον. Ο Ικένα τα ακούµπησε στο τραπέζι του δωµατίου τους και εξήγησε πώς χρησιµοποιούνταν. Ήταν µακριά ξύλινα ραβδιά µε ένα λεπτό σκοινί στερεωµένο στην άκρη. Από τα σκοινιά κρέµονταν σιδερένια αγκίστρια· σ’ αυτά τα αγκίστρια, είπε ο Ικένα, έµπαιναν τα δολώµατα –σκουλήκια, κατσαρίδες, κοµµατάκια φαγητού, οτιδήποτε– για να προσελκύσουν τα ψάρια και να τα παγιδέψουν. Από την επόµενη µέρα και για µια ολόκληρη εβδοµάδα, έπαιρναν καθηµερινά δρόµο µετά το σχολείο και ακολουθούσαν το µακρύ φιδογυριστό µονοπάτι προς τον ποταµό Όµι-Άλα, στις παρυφές της περιοχής µας, για να ψαρέψουν, περνώντας µέσα από ένα ξέφωτο πίσω από το οικόπεδό µας, που την εποχή των βροχών βροµοκοπούσε και χρησίµευε για σπίτι σε ένα κοπάδι γουρούνια. Πήγαιναν παρέα µε τον Σόλοµον και µε άλλα αγόρια από τον δρόµο µας, και επέστρεφαν µε τενεκεδάκια γεµάτα ψάρια. Στην αρχή δεν άφηναν εµένα και τον Οµπέµπε να πάµε µαζί τους, παρόλο που το ενδιαφέρον µας κεντρίστηκε όταν είδαµε τα µικρά χρωµατιστά ψάρια που έπια-ναν. Τότε, µια µέρα, ο Ικένα µάς είπε: «Ακολουθήστε µας, και θα σας κάνουµε ψαράδες!». Κι εµείς ακολουθήσαµε.

Αρχίσαµε να πηγαίνουµε στο ποτάµι κάθε µέρα µετά το σχολείο παρέα µε τα άλλα παιδιά από τον δρόµο, σε µια ποµπή που οδηγούσαν ο Σόλοµον, ο Ικένα και ο Μπότζα. Αυτοί οι τρεις συχνά έκρυβαν τα καλάµια σε κουρέλια ή παλιά ράπα. Εµείς οι υπόλοιποι –ο Καγιόντε, ο Ιγκµπάφε, ο Τόµπι, ο Οµπέµπε κι εγώ– µεταφέραµε διάφορα πράγµατα· από σακίδια µε ρούχα για το ψάρεµα µέχρι πλαστικά σακούλια µε τα σκουλήκια και τις ψόφιες κατσαρίδες που χρησιµοποιούσαµε για δόλωµα, και άδεια κουτάκια από αναψυκτικά, στα οποία φυλούσαµε τα ψάρια και τους γυρίνους που πιάναµε. Μαζί βαδίζαµε προς το ποτάµι, προχωρώντας µε δυσκολία µέσα από θαµνώδη µονοπάτια µε θεριεµένες συστάδες τσουκνίδων, που µαστίγωναν τις γυµνές µας κνήµες κι άφηναν λευκές βουρδουλιές στο δέρµα µας. Το µαστίγωµα που µας επέβαλλαν οι τσουκνίδες ταίριαζε µε την παράξενη βοτανική ονοµασία του χορταριού που δέσποζε στην περιοχή, του εσάν, τη λέξη των γιορούµπα για την ανταπόδοση ή την εκδίκηση. Βαδίζαµε σε τούτο το µονοπάτι ένας ένας και, µόλις αφήναµε πίσω µας εκείνα τα αγριόχορτα, ξεχυνόµασταν προς το ποτάµι σαν τρελοί. Οι µεγαλύτεροι ανάµεσά µας, ο Σόλοµον, ο Ικένα και ο Μπότζα, έβαζαν τα βρόµικα ρούχα του ψαρέµατος. Στέκονταν µετά κοντά στο ποτάµι και κρατούσαν τα καλάµια τους ψηλά πάνω από το νερό, ώστε τα δολωµένα αγκίστρια να εξαφανιστούν µέσα του. Όµως παρότι ψάρευαν σαν τους άντρες του παλιού καιρού που ήξεραν το ποτάµι από τη γέννησή του, συνήθως το µόνο που αποκόµιζαν ήταν λίγες µαρίδες ίσαµε µια παλάµη, ή µερικοί γάδοι, που ήταν πολύ πιο δύσκολο να τους πιάσεις, και, σπανίως, καµιά τιλάπια. Οι υπόλοιποι απλώς µαζεύαµε γυρίνους µε κουτάκια από αναψυκτικά. Τους λάτρευα τους γυρίνους, το γλιστερό κορµί τους, το υπερβολικά µεγάλο κεφάλι τους, το πώς έµοιαζαν σχεδόν άµορφοι, θαρρείς και ήταν µινιατούρες φαλαινών. Τους παρακολουθούσα λοιπόν µε δέος να αιωρούνται κάτω από την επιφάνεια του νερού, και τα δάχτυλά µου µαύριζαν όταν έτριβα από πάνω τους την γκρίζα γλίτσα που έκανε το δέρµα τους να γυαλίζει. Καµιά φορά µαζεύαµε κοχύλια ή άδεια κελύφη από αρθρόποδα ψόφια από καιρό. Πιάναµε στρογγυλά σαλιγκάρια σε σχήµα αρχέγονης σπείρας, τα δόντια κάποιου κτήνους –που φτάσαµε να πιστεύουµε ότι ανήκαν σε περασµένες εποχές, αφού ο Μπότζα υποστήριζε µε θέρµη ότι ήταν δόντια δεινόσαυρου και τα έπαιρνε µαζί του στο σπίτι–, κοµµάτια από το πουκάµισο που κάποια κόµπρα είχε αποβάλει πλάι στην όχθη του ποταµού και οτιδήποτε ενδιαφέρον βρίσκαµε.

Μία µόνο φορά πιάσαµε ένα ψάρι που ήταν αρκετά µεγάλο ώστε να το πουλήσουµε, και τη συλλογίζοµαι συχνά τη µέρα εκείνη. Το τεράστιο αυτό ψάρι, που ήταν µεγαλύτερο απ’ οποιο-δήποτε άλλο είχαµε δει ποτέ στον Όµι-Άλα, το έβγαλε ο Σόλοµον. Ύστερα εκείνος κι ο Ικένα έφυγαν µαζί για την κοντινή αγορά κι επέστρεψαν στο ποτάµι κάνα µισάωρο αργότερα µε δεκαπέντε νάιρα. Οι αδελφοί µου κι εγώ γυρίσαµε στο σπίτι µε τα έξι νάιρα που ήταν το µερίδιό µας από την πώληση, ξεχειλίζοντας από χαρά. Αποκεί κι ύστερα αρχίσαµε να ψαρεύουµε µε µεγαλύτερο ενθουσιασµό και να µένουµε ξάγρυπνοι αργά τη νύχτα κουβεντιάζοντας για την εµπειρία.

Ψαρεύαµε µε µεγάλο ζήλο, θαρρείς και κάθε µέρα ένα πιστό κοινό συγκεντρωνόταν γύρω µας να µας δει και να µας επευφηµήσει. Δεν µας πείραζε η µυρωδιά των γλυφών νερών, τα φτερωτά έντοµα που µαζεύονταν σε άµορφα νέφη γύρω από τις όχθες και το εµετικό θέαµα των φυκιών και των φύλλων, που έπαιρναν το σχήµα χάρτη βασανισµένων εθνών στην απέναντι πλευρά του ποταµού, όπου κιρσώδη δέντρα βουτούσαν µες στα νερά. Πηγαίναµε κάθε µα κάθε µέρα, µε οξειδωµένα κονσερβο-κούτια, µε ψόφια έντοµα και µισολιωµένα σκουλήκια, φορώντας κυρίως κουρέλια και παλιά ρούχα. Γιατί αντλούσαµε µεγάλη χαρά από το ψάρεµα, παρά τις δυσκολίες και τα πενιχρά οφέλη.

Σήµερα, όταν κοιτάζω πίσω, όπως όλο και πιο συχνά διαπιστώνω ότι κάνω τώρα που έχω κι εγώ γιους, συνειδητοποιώ ότι η ζωή και ο κόσµος µας άλλαξαν σε µία από εκείνες τις εξορµήσεις στον ποταµό. Γιατί εκεί άρχισε ο χρόνος να µετράει, σ’ εκείνο το ποτάµι όπου γίναµε ψαράδες.





Ο συγγραφέας


Ο Chigozie Obioma γεννήθηκε το 1986 στο Άκουρε της Νιγηρίας. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά όπως τα Virginia Quarterly Review και New Madrid. Το φθινόπωρο του 2012 έλαβε υποτροφία για την παραμονή του στον «καλλιτεχνικό ξενώνα» Ledig House, στη Νέα Υόρκη. Έχει ζήσει στη Νιγηρία, την Κύπρο και την Τουρκία και αυτή την περίοδο διαμένει στις ΗΠΑ όπου ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Οι ψαράδες είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

www.chigozieobioma.com



Διακρίσεις 

 


Συμπεριλήφθηκε, μεταξύ άλλων, στις λίστες Best of:


Ετικέτες