O Κολυμβητής και άλλες ιστορίες του John Cheever

Mετάφραση: Κωστής Καλογρούλης
Eκδόσεις: Καστανιώτη
Σελ: 224
Εικόνα εξωφύλλου: © Patrick Leger

Διαβάζοντας τα διηγήματα του Cheever είναι σα να κολυμπάς ένα όμορφο φθινοπωρινό απόγευμα, μόνος, χωρίς σωσίβιο, στην καρδιά του αμερικανικού εφιάλτη. Πριν φτάσεις όμως εκεί, συναντάς όμορφο κόσμο, διασχίζεις φρεσκοβαμμένα σπίτια, πλούσια κοκτέιλ πάρτυ, κουρεμένους κήπους με τη μυρωδιά του υγρού γκαζόν να αναμειγνύεται με αυτήν από το χλώριο της πισίνας.

Kάπου στα μισά της ανάγνωσης, νιώθεις εγκλωβισμένος μέσα σε καρτ- ποστάλ: η ανάσα σου είναι βαριά, έχεις μια κάποια αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά, αρχίζεις να κρυώνεις, κάτι σου λέει ότι είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό. Συνεχίζεις όμως να κολυμπάς, γιατί απλά δε μπορείς να σταματήσεις. Συνεχίζεις να κολυμπάς, γιατί κάτι μέσα σου σε παρακινεί να φτάσεις στην αλήθεια, να δεις τι κρύβεται πίσω από τα χαμόγελα και τα ακριβά φορέματα, τα όμορφα σώματα και τα ακριβά αυτοκίνητα. Συνεχίζεις να κολυμπάς, παρόλο που οι εύθυμες φωνές και τα δυνατά, χορτασμένα από ζωή γέλια γίνονται ένα βουητό μέσα στο κεφάλι σου, αρχή ημικρανίας. Συνεχίζεις να κολυμπάς ασθμαίνοντας, παρόλο που, όσο πλησιάζεις στον προορισμό σου, τη θέση του ήλιου παίρνει η βροχή και γίνεται όλο και πιο σαφές ότι αυτό που θα αντικρίσεις στο τέλος θα είναι η ψυχή σου, ο εαυτός σου χωρίς την ύλη, εσύ χωρίς τους άλλους. Η αλήθεια.

© sentry sight
Από τους μεγαλύτερους συγγραφείς και διηγηματογράφους του 20ου αιώνα  αποτελεί μαζί με τον F.S Fitzgerald και τον R. Carver την ιερή τριάδα της αμερικανικής λογοτεχνίας, αν και η ανθρωπογεωγραφία του καθενός είναι διαφορετική: ο Fitzgerald καταπιάνεται με τους μεγαλοαστούς, ο Cheever με τη μεσαία τάξη (που εξέπεσε) και ο Carver με τους ανθρώπους που έχασαν τα πάντα.

Θα ξεκινήσω από τον «Κολυμβητή», που αποτελεί κατά τη γνώμη μου το κορυφαίο διήγημα του τόμου (και προσωπικά το αγαπημένο μου διήγημα). Ο «Κολυμβητής» περιέχει μία από τις ευρηματικότερες ιδέες στην ιστορία της λογοτεχνίας: ο Νέντι Μέριλ, συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι οι πισίνες των σπιτιών των ευκατάστατων γειτόνων του, αποτελούν ένα υπόγειο ποτάμι, το οποίο αποφασίζει να διασχίσει κολυμπώντας, για να φτάσει στο σπίτι του.

«Θα μπορούσε κανείς να τον συγκρίνει με μια καλοκαιρινή μέρα, ιδιαίτερα με τις τελευταίες της ώρες, ενώ, αν και του έλειπε μια ρακέτα ή ένας σάκος ιστιοπλοϊας, η εντύπωση που έδινε ήταν σαφώς νιότης, σπορ και ήπιου καιρού... Έδειχνε να μπορεί να διακρίνει, με το μάτι του χαρτογράφου, μια σειρά από πισίνες, κάτι σαν υπόγειο ποταμάκι που διέσχιζε ολόκληρη την περιοχή τους».

Διασχίζοντας λοιπόν το αποτελούμενο από πισίνες ποτάμι, για να φτάσει στο σπίτι του, ο Νέντι Μέριλ θα ρίξει μια γρήγορη ματιά στην όμορφη και θλιβερή ζωή των φίλων και γειτόνων του, κλείνοντας παράλληλα τ΄αυτιά του σε αυτούς που του θυμίζουν πράγματα που θέλει να ξεχάσει και τα μάτια του στη συννεφιά που ετοιμάζεται να γίνει καταιγίδα, και με μοναδικά εφόδια τη ζωντάνια, την ομορφιά, το αλκοόλ και τις ψευδαισθήσεις που αυτό προκαλεί, θα κολυμπήσει, για να φτάσει στην οικογένειά του.

© raduuuuu


Όπως διαπιστώνει κανείς, διαβάζοντας το κορυφαίο αυτό διήγημα, ο ρεαλισμός και οι λουσμένες στο φως καλοκαιρινές και ζεστές περιγραφές των πρώτων σελίδων («Η μέρα ήταν υπέροχη και του φάνηκε ότι μ’ ένα γερό κολύμπι θα παρέτεινε και θα γιόρταζε την ομορφιά της»), δίνουν ανεπαίσθητα τη θέση τους στο σούρουπο, το σκοτάδι και το υγρό και κρύο φθινόπωρο («Το χειρότερο ήταν το κρύο στα κόκαλά του και το συναίσθημα ότι δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να νιώσει ζεστά. Τα φύλλα έπεφταν ολόγυρά του και μύριζε καπνό ξύλου στον αέρα. Ποιος έκαιγε ξύλα τέτοια εποχή;»), ενώ με την εναλλαγή αυτή των εποχών και των θερμοκρασιών, η ρεαλιστική γραφή αποκτά και αρκετά πια μεταφυσικά στοιχεία. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η ιστορία φαίνεται να διαδραματίζεται μέσα σε λίγες μόνο ώρες, τόσες, όσες χρειάζεται ο Νέντι, για να κολυμπήσει μέχρι το σπίτι του, στη συνέχεια ο χρόνος κατά κάποιον τρόπο επιταχύνεται, o Νέντι σα να γερνάει πιο γρήγορα και πια δεν έχει κουράγιο να ολοκληρώσει τη διαδρομή:

© avividlight
«Περνώντας και πάλι τον θαμνώδη φράχτη, φόρεσε ξανά το μαγιό του και έσφιξε το κορδόνι. Ήταν αρκετά χαλαρό πάνω του και αναρωτήθηκε μήπως στη διάρκεια ενός απογεύματος είχε χάσει λίγο βάρος…Τα φύλλα έπεφταν ολόγυρά του και μύριζε καπνό ξύλου στον αέρα. Ποιος έκαιγε ξύλα τέτοια εποχή;…Κανείς δεν κολυμπούσε, και το λυκόφως που αντανακλούσε στο νερό είχε μια χειμωνιάτικη λάμψη...Κοιτώντας ψηλά, είδε ότι είχαν βγει τ’ αστέρια, όμως γιατί έβλεπε την Ανδρομέδα, την Κασσιόπη και τον Κηφέα; Tι είχαν απογίνει οι αστερισμοί του κατακαλόκαιρου; Άρχισε να κλαίει.»

Το τέλος της διαδρομής, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται από τον μεγάλο Cheever στην τελευταία παράγραφο του διηγήματος, θα χαραχτεί στο μυαλό σας, όπως θα χαραχτεί και ο Νέντι. Αν έχετε δει τη σειρά “ Μad Men” θα σας θυμίσει ένα επεισόδιό της, αφού, όπως έχουν δηλώσει οι σεναριογράφοι της σειράς, ήταν τα διηγήματα του Cheever αυτά που τους ενέπνευσαν και που προσπάθησαν να αποτυπώσουν στην οθόνη.

Ο «Κολυμβητής» έχει γυριστεί και ταινία με τον Burt Lancaster στο ρόλο του Νέντι.


Στο «Καψουροτράγουδο», ένα από τα διηγήματα της πρώτης περιόδου του Cheever, που διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη (πριν ο συγγραφέας μετακομίσει στα πλούσια προάστια), η Τζόαν, μία φαινομενικά αφελής κοπέλα αναζωογονείται από τη δυστυχία και την αρρώστια των άλλων, ενώ παραδόξως εμφανίζεται στις ζωές τους, όταν αυτές είναι κατεστραμμένες. Σα να μυρίζεται το θάνατο και τη στενοχώρια και να νιώθει όμορφα κοντά στους άλλους που πονούν.

«Είχαν περάσει ήδη μερικά χρόνια από τότε που ο Τζακ Λόρεϊ γνώρισε την Τζόαν Χάρις στη Νέα Υόρκη, όταν άρχισε να τη φέρνει στο νου του ως εξής: η Χήρα. Πάντα φορούσε μαύρα, και η παράξενη ακαταστασία στο διαμέρισμά της του έδινε την εντύπωση ότι μόλις είχαν φύγει από εκεί εργολάβοι κηδειών.»

Όταν ο Τζακ μαθαίνει από μια κοινή τους φίλη ότι η Τζόαν αντιμετωπίζει διάφορα προσωπικά προβλήματα επιθυμεί, να τη βοηθήσει, αφού η Τζόαν του θύμιζε τον κοινό τους τόπο καταγωγής και τα πιο ανέμελα και αθώα χρόνια στο Οχάιο. Ο Cheever αποδίδει αυτή τη συμπάθεια με έναν υπέροχα νοσταλγικό τρόπο: «Η φωνή της ήταν γλυκιά και του θύμιζε φτελιές, αυλές, εκείνα τα κομματάκια από γυαλί που κρέμονταν στα κατώφλια και ηχούσαν στον καλοκαιρινό αέρα». Όταν ο Τζακ αρρωσταίνει, εμφανίζεται και πάλι στη ζωή του η Τζόαν, την οποία διώχνει σα να διώχνει τον ίδιο τον θάνατο.

© breathaze


Στο επόμενο διήγημα, «Το τεράστιο ραδιόφωνο», η Αϊρίν Γουέσκοτ, μπορεί ν’ ακούει τις συζητήσεις των υπολοίπων ενοίκων της πολυκατοικίας και να εισχωρεί με τον τρόπο αυτό στις ζωές των άλλων μέσα από το καινούργιο της ραδιόφωνο. Παρόλο που συνειδητοποιεί την αθλιότητα αυτής της συνήθειας, τρομάζει στην ιδέα ότι οι γείτονές της ακούνε και τις δικές της προσωπικές συζητήσεις και βρίσκουν τη ζωή της εξίσου θλιβερή και μίζερη. 

«H  ζωή είναι πολύ τραγική, θλιβερή και άθλια. Αλλά εμείς δεν ήμασταν ποτέ έτσι. Σωστά, αγάπη μου; Θέλω να πω, πάντα ήμασταν αξιοπρεπείς και τρυφεροί  ο ένας απέναντι στον άλλο, έτσι δεν είναι; Kαι έχουμε δύο παιδιά, δύο όμορφα παιδιά. Οι ζωές μας δεν είναι άθλιες, έτσι δεν είναι αγάπη μου; Έβαλε τα χέρια της πίσω από το σβέρκο του και τράβηξε το πρόσωπό του προς το δικό της. Είμαστε ευτυχισμένοι, έτσι δεν είναι, αγάπη μου; Δεν είμαστε ευτυχισμένοι;»

Το διήγημα αποτελεί  ένα σχόλιο του Cheever στην απομόνωση και την αποξένωση του αστικού τρόπου ζωής, αλλά και ένα δριμύ κατηγορώ στην υποκρισία. Η Αϊρίν ανησυχεί για το πως φαίνεται στους άλλους, χωρίς να την ενδιαφέρει στην πραγματικότητα η αλήθεια, ενώ δεν δίστασε κατά το παρελθόν να προβεί σε πράξεις ακραίες με ιδιαίτερη ελαφρότητα, όπως άλλωστε της θυμίζει ο σύζυγός της, λέγοντάς της «Έκανες τη ζωή της Γκρέις Χάουλαντ πατίνι, και πού ήταν η ευλάβεια και η αρετή σου όταν πήγες να κάνεις έκτρωση; Ποτέ δεν θα ξεχάσω πόσο ψύχραιμη ήσουν. Έφτιαξες την τσάντα σου και πήγες να δολοφονήσεις εκείνο το παιδί λες και πήγαινες διακοπές στις Μπαχάμες».

© pedroled
 Στο διήγημα «Τα Χριστούγεννα είναι μια μελαγχολική περίοδος για τους φτωχούς» ο Cheever γράφει για τη φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη, θυμίζοντάς μας ότι όχι μόνο πάντα θα υπάρχει κάποιος που έχει περισσότερη ανάγκη από εμάς, αλλά και ότι τα κίνητρα πίσω από τη φιλανθρωπία είναι δυσδιάκριτα, αφού ενδεχομένως η χαρά και η ψυχική ανάταση που κανείς νιώθει βοηθώντας τους συνανθρώπους του να είναι το αποτέλεσμα συναισθημάτων ανωτερότητας και δύναμης. Παράλληλα στηλιτεύει την εμπορευματοποίηση της γιορτής των Χριστουγέννων και την βοήθεια που δίνεται λόγω της γιορτής των Χριστουγέννων χωρίς να έχει διάρκεια και συνέχεια: «Ο Τσάρλι τους ευχαρίστησε, και η γενναιοδωρία τους τον εξέπληξε, αλλά αναρωτήθηκε αν μετά την έλευση φίλων και συγγενών θα ξεχνούσαν την προσφορά τους».

© dreamingindigital
Στο «Ω πόλη των τσακισμένων ονείρων» ο Cheever περιγράφει την διάψευση των προσδοκιών ενός αθώου (στα όρια της αφέλειας) ζευγαριού, το οποίο ταξιδεύει για τη Νέα Υόρκη για να κυνηγήσει τα όνειρά του. Στην υπέροχη τελευταία παράγραφο του διηγήματος, ο συγγραφέας αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, αφού το ζευγάρι μπορεί να επέστρεψε στην επαρχιώτικη ζωή του ή μπορεί πάλι να συνέχισε το ταξίδι του για το Λος Άντζελες.

© haley727

© emege
Από τα πιο γνωστά διηγήματα του βιβλίου είναι «Ο διαρρήκτης του Σέϊντι Χιλ». Σ’ αυτό ο Τζιλ χάνει τη δουλειά του και, προκειμένου να μην αλλάξει τον τρόπο ζωής της οικογένειάς του στα πλούσια προάστια, αποφασίζει να κλέψει τα σπίτια των φίλων του. Παρά το γεγονός ότι δεν γίνεται αντιληπτός από αυτούς, ο ήρωας του διηγήματος συγκλονίζεται από την πράξη του αυτή και ενώ έχει διαπράξει διάφορα για τα οποία δεν είναι περήφανος, είναι αυτή ακριβώς η κλοπή που τον συγκλονίζει, αφού προσκρούει στο καπιταλιστικό πρότυπο ζωής που επιθυμεί και υπηρετεί με προτεσταντική ευλάβεια: «Ντύθηκα κρυφά – γιατί ποιο πλάσμα του σκότους θέλει να ακούει τις χαρούμενες φωνές της οικογένειάς του;- και πήρα το πρώτο πρωινό τρένο. Η καμπαρντίνα μου υποτίθεται ότι εξέφραζε καθαριότητα και τιμιότητα, αλλά εγώ ήμουν ένα άθλιο πλάσμα του οποίου τα βήματα είχαν μπερδευτεί με το θόρυβο του ανέμου

Εξίσου διάσημο διήγημα αποτελεί και ο «Εξοχικός σύζυγος». Το αεροπλάνο με το οποίο ταξιδέυει ο Φράνσις Γουίντ επιχειρεί αναγκαστική προσγείωση λόγω κακοκαιρίας. Η αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί στις λίγες αυτές γραμμές ο συγγραφέας είναι χαρακτηριστική: «Η αεροσυνοδός ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να επιχειρήσουν αναγκαστική προσγείωση. Όλοι, εκτός από τα παιδιά, φαντάστηκαν τα ανοιχτά φτερά του Αγγέλου του Θανάτου. Ο πιλότος ακουγόταν να ψιθυρίζει ένα παιδικό τραγουδάκι. Δεν υπήρχε κανένας άλλος ήχος». Ο ήρωας επιστρέφει σπίτι του ευγνώμων που είναι ζωντανός, συνειδητοποιεί ωστόσο ότι κανείς από την οικογένειά του δεν ενδιαφέρεται για την περιπέτεια που μόλις πέρασε στον αέρα και που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή. Αποφασίζει λοιπόν να ζήσει πραγματικά. Ερωτεύεται μία κοπέλα και αρχίζει να νιώθει πράγματα ξεχασμένα από καιρό. Η σύγκρουση του «θελω» με το «πρέπει» όμως είναι τόσο δυνατή, που τον οδηγεί στον ψυχίατρο: «Θα μπορούσε να πάει σε ένα δανέζικο ινστιτούτο μασάζ στην Εβδομηκοστή Οδό που του είχε συστήσει ένας πωλητής. Θα μπορούσε να βιάσει το κορίτσι ή να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του ότι με κάποιον τρόπο θα απέφευγε να κάνει κάτι τέτοιο. Ή θα μπορούσε να μεθύσει. Ήταν η δική του ζωή, η δική του βάρκα, και, όπως κάθε άντρας, ήταν από τη φύση του προορισμένος να είναι πατέρας χιλιάδων παιδιών, άρα πόσο κακό θα μπορούσε να είναι ένα απλό ραντεβουδάκι που θα έκανε και τους δύο να δουν με περισσότερη καλοσύνη τον κόσμο; Aυτό όμως ήταν το λάθος σκεπτικό, κι έτσι επέστρεψε στην αρχική του ιδέα, στον ψυχίατρο

© dr mabuse
Το διήγημα «Μονάχα πες μου ποιος ήταν» αποτελεί μία σπουδή στις ανασφάλειες ενός αυτοδημιούργητου μεσήλικα, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι παρά τα λεφτά του, παρά τα όσα έχει καταφέρει στη ζωή του, εν τέλει οι ανασφάλειές του παραμένουν ως είχαν. Τα πράγματα γι’ αυτόν γίνονται χειρότερα, όταν επιβεβαιώνονται οι υποψίες του ότι η νεαρή σύζυγός του τον απατάει. O Γουίλ, παρ’ όλα αυτά, τόσο μετά την ανακάλυψη της απιστίας, όσο και από την αρχή του γάμου του με την Μαρία, δε βλέπει τη γυναίκα του παρά μόνο ως μία αθώα, κακομαθημένη μικρή που παραστράτησε. Αυτό αποτυπώνεται έξοχα στο παρακάτω απόσπασμα:

«Παρατηρώντας την να ποζάρει χαρούμενα μπροστά στον καθρέφτη, σκέφτηκε ότι έμοιαζε με παιδί -ένα ανύπαντρο κορίτσι, τουλάχιστον- που πλησίαζε σε κάποιο τραγικό σημείο της μοίρας του. Στο γλυκό και απαλό της πρόσωπο και στο ημίγυμνο μπούστο της είδε όλη τη θλίψη της ζωής».

© a booh
Το πιο σκοτεινό διήγημα του βιβλίου είναι το «Το τρένο των πέντε και σαράντα οκτώ». Σ’ αυτό, ο Cheever βάζει τον ήρωά του να απειλείται απο μία πρώην γραμματέα του, η οποία τον ακολουθεί. Ο φόβος που νιώθει ο Μπλέικ είναι τόσο έντονος και η αποτύπωσή του από τη γραφή του συγγραφέα τέτοια, που δεν μπορεί παρά να μεταπηδήσει στον αναγνώστη, σε αυτό το διήγημα που αποτελεί πρόδρομο των ψυχολογικών θρίλερ: «Το απότομο της κίνησής του όταν είδε την αντανάκλαση του προσώπου της έκανε να τρέξει νερό από το γείσο του καπέλου του έτσι, που έβρεξε το σβέρκο του. Ήταν μια δυσάρεστη αίσθηση, όπως ο ιδρώτας του φόβου. Τότε το κρύο νερό που έπεφτε στο πρόσωπό του και στα γυμνά χέρια του, η ταγκή μυρωδιά των οχετών και του υγρού οδοστρώματος, η γνώση ότι τα πόδια του άρχιζαν να μουσκεύουν και ότι μπορεί ν’ αρπάξει κρύωμα -όλη αυτή η ταλαιπωρία τού να περπατάς μες στη βροχή-έμοιαζαν να εντείνουν την απειλή του διώκτη του και να του αποδίδουν μια θανάσιμη συνείδηση της δικής του σωματικής οντότητας και την ευκολία με την οποία μπορούσε να πληγωθεί».

Υπογραμμίζω, τέλος, την έξοχη μετάφραση και εισαγωγή του Κωστή Καλογρούλη και την προσεγμένη έκδοση των εκδόσεων Καστανιώτη με το υπέροχο εξώφυλλο του Patrick Leger. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει και πλήρης εργοβιογραφία του συγγραφέα.

Ακούστε τον Cheever να διαβάζει τον «Κολυμβητή»:

 

 

Διαβάστε συνέντευξη του Cheever στο Paris Review:

http://www.theparisreview.org/interviews/3667/the-art-of-fiction-no-62-john-cheever

Ο συγγραφέας


O John William Cheever (1912-1982) δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αμερικής και διηγηματογράφους του κόσμου, τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ, το Κρατικό Βραβείο της Ένωσης Κριτικών και το τιμητικό διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Έξι μήνες πριν το θάνατό του το 1982 θα βραβευτεί και με το Εθνικό Μετάλλιο Λογοτεχνίας. Πέραν από «Τσέχωφ των προαστίων», λόγω της θεματικής των διηγημάτων του και «Δάντη των κοκτέιλ πάρτι», λόγω του μυστικισμού που ενυπάρχει στο σύνολο του έργου του, το περιοδικό Times, όταν του αφιέρωσε το εξώφυλλό του το 1971, τον χαρακτήρισε «Οβίδιο του Όσινιγκ», λόγω της μυθικής διάστασης που προσέδιδε με την πένα του σε καθημερινές απλές συνήθειες της ζωής των προαστίων (Όσινιγκ είναι το προάστιο στη Νέα Υόρκη, όπου διέμενε με την οικογένειά του ο συγγραφέας).

 Ο αλκοολισμός, από τον οποίο έπασχε, θα τον οδηγήσει κάποιες φορές κοντά στην καταστροφή, ενώ μετά το θάνατό του, η κόρη του Susan Cheever με το βιβλίο της «Home before dark» θα αποκαλύψει στο ευρύ κοινό την αμφισεξουαλικότητα του πατέρα της.

Η πρώτη έκδοση έργου του Cheever στη χώρα μας ήταν το 1982, όταν οι εκδόσεις Aquarius δημοσίευσαν το «Φάλκονερ», το σπουδαιότερο κατά πολλούς μυθιστόρημά του (θα επανέλθω με μελλοντική ανάρτηση). Δυστυχώς, μέχρι την παρούσα έκδοση από τις εκδόσεις Καστανιώτη, διηγήματά του δεν είχαν ποτέ εκδοθεί στην Ελλάδα.  Το κενό καλύφθηκε με την εν λόγω έκδοση, του Κολυμβητή, που περιέχει το ομώνυμο διήγημα και οκτώ ακόμα από τα σημαντικότερα του συγγραφέα  (συμπεριλαμβανομένων των διηγημάτων του Σέιντι Χιλ, του φανταστικού προαστίου που δημιούργησε ο Cheever), ενώ στη συνέχεια και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα εξέδωσαν το «Φάλκονερ» σε νέα μετάφραση. Σημειώνεται τέλος ότι τόσο ο Κολυμβητής όσο και το «Φάλκονερ» ήταν στα best sellers πολλών βιβλιοπωλείων εντός και εκτός Αθηνών. Να ελπίζουμε και στα υπόλοιπα;

Έγραψαν για τον Κολυμβητή:

1. «O Koλυμβητής και Άλλες Ιστορίες»,  Τζων Τσίβερ: http://lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr/2014/04/blog-post_5.html
2. Η ζωή στα προάστια: http://librofilo.blogspot.gr/2014/02/blog-post_17.html
3. Tζον Τσίβερ, ο «Αμερικανός Τσέχοφ»: http://www.kathimerini.gr/776740/article/politismos/vivlio/tzon-tsiver-o-amerikanos-tsexof
4. Ρωγμές στο αμερικανικό όνειρο (Τζον Τσίβερ, Ο κολυμβητής): https://bookaroume.wordpress.com/2013/07/20/%CF%81%CF%89%CE%B3%CE%BC%CE%AD%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF-%CF%84%CE%B6%CE%BF%CE%BD-%CF%84%CF%83/
5. O κολυμβητής και άλλες ιστορίες: http://www.athensvoice.gr/the-paper/article/464/%C2%AB%CE%BF-%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B5%CF%82-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82%C2%BB
6. STYLE; Leave It To
Cheever: http://www.nytimes.com/2001/11/25/magazine/style-leave-it-to-cheever.html

Ετικέτες , ,