Tριλοβίτες του Βreece D’J Pancake



Προλεγόμενα-Μετάφραση: Γιάννης Παλαβός
Σελ.: 237
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Redoine Amzlan

«Ανοίγω την πόρτα του φορτηγού και πηδάω στο λιθόστρωτο. Κοιτάζω ξανά τον λόφο Κόμπανι, που στέκει κακόμοιρος και ανεμοδαρμένος. Πολύ παλιά δέσποζε επιβλητικός και τραχύς και πρόβαλλε σαν νησί μέσα απ’ τα νερά του Τέιζ. Για να λειανθούν οι πλαγιές του χρειάστηκαν ένα εκατομμύριο χρόνια και βάλε. Δεν έχω αφήσει γωνιά του που να μην ψάξω για τριλοβίτες. Σκέφτομαι ότι ο λόφος βρισκόταν ανέκαθεν στη θέση του και ότι εκεί θα μείνει για πάντα-ή τουλάχιστον για όσο με νοιάζει. Η ζέστη αχνίζει στον αέρα. Ένα σμήνος ψαρόνια πλέει στον ουρανό. Γεννήθηκα σ’ αυτά τα χώματα και δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να τα εγκαταλείψω. Θυμάμαι πώς με κοίταζαν τα άψυχα μάτια του μπαμπά. Ήταν εντελώς ανέκφραστα. Το βλέμμα του μου στέρησε κάτι που δεν θα ξανάβρω ποτέ. Κλείνω την πόρτα και πάω προς την καφετέρια».

Πάει καιρός που διάβασα τους «Τριλοβίτες». Η χρονική απόσταση ήταν απολύτως αναγκαία, πριν αποφασίσω να γράψω γι’αυτό, ενώ ένα ερώτημα έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου: αν μέχρι τα 27 του χρόνια έγραψε τα διηγήματα της συλλογής αυτής, πώς θα έγραφε άραγε αν ήταν σήμερα στη ζωή; Πόσο καλύτερα θα μπορούσε να αποτυπώσει με λέξεις την απόγνωση, την ανημπόρια, την παραίτηση, το αίμα και το χώμα; Είναι λες και έφτασε τόσο νέος στη συγγραφική του ωριμότητα και δεν είχε κάτι άλλο να πει, πέραν από αυτά που είπε με τα δώδεκα αυτά (μοναδικά) διηγήματα.

Στα διηγήματα αποτυπώνονται μόνο λίγες στιγμές από τις ζωές των ηρώων, αρκετές όμως, για να νιώσει ο αναγνώστης την αδυναμία τους να αντιδράσουν, την ολοκληρωτική τους παραίτηση. Ενίοτε ξεπετάγεται κάποιο όνειρο, κάποια επιθυμία για μια ζωή όχι μάταιη, με τη μορφή ενός ονείρου, ή ενός ανήμπορου ζώου. Είναι όμως τέτοια η απόγνωση των ηρώων, που ακόμα και τις μικρές αυτές ευκαιρίες που τους δίνονται, για να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι μέσα τους εξακολουθεί να φέγγει μια τόση δα ελπίδα και ανθρωπιά, τις καταστρέφουν. Δεν τολμούν να φύγουν, να αποδράσουν, να ξεκολλήσουν τα πόδια τους από τη γενέθλια γη τους, παρόλο που τους ρουφάει στα σπλάχνα της με μανία. Έχουν φτάσει σε τέτοια σημεία οι ήρωες (ή μάλλον ο ήρωας, αφού σε όλα τα διηγήματα συναντάμε πάνω-κάτω τον ίδιο ανδρικό χαρακτήρα, με τις γυναίκες να αποτελούν κάτι σαν αντικείμενο για να ξεσπάσουν τη βία τους για τη σπαταλημένη ζωή τους) που ακόμα και ένα αβοήθητο σκυλί ή μία ελαφίνα που κυοφορεί, αποτελούν γι΄ αυτούς δοχεία, για να διοχετεύσουν την οργή τους για τις ζωές που δεν έζησαν, για το βλέμμα που ποτέ δεν πήραν από την οικογένειά τους (αν τη γνώρισαν ποτέ), από τον έρωτά τους που τους ήθελε μόνο για σεξ και τίποτα πέρα απ’ αυτό. Είναι σαν τους τριλοβίτες του πρώτου διηγήματος, τα αρθρόποδα αυτά που εξαφανίστηκαν πριν από εκατομμύρια χρόνια και τα βρίσκουμε πια φυλακισμένα σε κεχριμπάρι. Αυτό το συναίσθημα είναι διάσπαρτο σε όλα τα διηγήματα και όχι μόνο στο πρώτο που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή.



Η πλοκή είναι ανύπαρκτη. Η γλώσσα σκληρή, κοφτή με στοιχεία προφορικότητας και  ιδιωματισμούς (που αποδίδονται άψογα από την εξαιρετική μετάφραση του συγγραφέα Γιάννη Παλαβού), ενώ σε άλλα σημεία η φωνή αποκτά έναν λυρισμό που ξαφνιάζει. Ο συγγραφέας καταφέρνει να μας δώσει τόσο αυθεντικά διηγήματα, που διαβάζοντάς τα θα έλεγε κανείς ότι μας μιλάει για τη ζωή του.

Στους «Τριλοβίτες» ένας νέος, ο Κόλι, είναι ερωτευμένος με τη Τζίνι, η οποία έχει μετακομίσει για να ζήσει στη Φλόριντα : «Βλέπω ένα τσιμεντένιο μπάλωμα στον δρόμο. Το σχήμα του μοιάζει με τη Φλόριντα. Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα στο λεύκωμα της Τζίνι: Θα ζούμε με μάνγκο και αγάπη». Ο πατέρας του με το βλέμμα που ποτέ δεν του χάρησε έχει πεθάνει, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό, ενώ η μητέρα του είναι πια γερασμένη και ο ήρωας κοτάζοντάς την σκέφτεται: «Η έκφραση της μαμάς αλλάζει. Διαβάζω τη σκέψη της. Σκέφτεται πως γέρασε, πως δεν είναι πια η κοπέλα που μας κοιτάζει από τη φωτογραφία πάνω στο τζάκι. Δεν είναι πια το κορίτσι που στέκεται πλάι στον μπαμπά με το δίκοχό του στο κεφάλι της». Ακόμα και όταν η Τζίνι επιστρέφει στην πόλη είναι τέτοια η μοναξιά του Κόλι, είναι τέτοια η συναισθηματική απόσταση μεταξύ τους, που, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνουσίας, προσπαθεί να φανταστεί ότι από κάτω του έχει μια άλλη, όχι τη Τζίνι, αφού αυτή δεν θέλει να κάνουν έρωτα, θέλει μόνο σεξ: «Δεν κρατιέμαι. Η Τζίνι δεν μου δίνεται από έρωτα-θέλει απλώς να πηδηχτεί. Εντάξει, σκέφτομαι. σύμφωνοι. Αυτό θέλει, αυτό θα πάρει...Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι την αδερφή του Τίνκερ. Δεν καβαλάω την Τζίνι. Από κάτω μου είναι η αδερφή του Τίνκερ...Ανοίγω τα μάτια, βλέπω το πάτωμα και μυρίζω την αψάδα του νοτισμένου ξύλου. Ποντικόφιδα. Ήταν η μοναδική φορά που με χτύπησε ο μπαμπάς.»

© minthu

Στη «Γούβα» χωνόμαστε στο λαγούμι μαζί με τον Μπάντι και τους άλλους ανθρακωρύχους, που ζουν από τα επιδόματα της πρόνοιας. Ο ήρωας του διηγήματος βλέπει το γάμο του να καταστρέφεται και ξεσπάει -που αλλού- στα πεινασμένα σκυλιά. Ένα σκυλί όμως είναι αυτό που θα του κρατήσει συντροφιά, όταν τον εγκαταλείψει η Σάλι: «Πεινάς, κοριτσάρα μου; Έλα, θα σε φτιάξω. Πήγε στην κουζίνα, έψαξε φρέσκο κρέας για να της δώσει, όμως δεν βρήκε τίποτα και άνοιξε μια κονσέρβα σαρδέλες. Ενώ τη χάζευε να τις καταβροχθίζει, έβαλε ένα μπέρμπον. Ένιωσε καλύτερα και στηρίχτηκε στον πάγκο. Είδε στον νεροχύτη το πιάτο της Σάλι καλυμμένο με ξερά φασόλια και για μια στιγμή την πεθύμησε. Γέλασε. Θα της έδειχνε αυτός.». Το διήγημα είναι από τα πιο σκληρά της συλλογής. Θα έλεγα σοκαριστικά σκληρό.

© Hans

Στο «Ένα μόνιμο δωμάτιο», από τα καλύτερα της συλλογής, είναι παραμονή πρωτοχρονιάς και ένας μοναχικός ναυτικός διαμένει στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου, παρακολουθώντας το ποτάμι και τη βροχή: «Η βροχή και η ομίχλη έχουν παγώσει τα σκοτεινά γεφύρια του. Αλλά στο ποτάμι τίποτα δεν αλλάζει. Αύριο αρχίζει άλλος ένας μήνας στη μαούνα, έπειτα ένα μήνας στη στεριά – μόνο οι ιστορίες μας θα αλλάξουν, θα μιλούν για άλλους καιρούς, για άλλα πρόσωπα. Όμως πάνω στο Ντέλμαρ το πλήρωμα θα είναι το ίδιο, ίδια η υπηρεσία δεκαοχτώ ώρες τη μέρα, και πολύ σύντομα οι ιστορίες θα τελειώσουν. Προς το παρόν περιμένω, παρατηρώντας τον άνεμο και τη βροχή να χτυπούν το παράθυρο και να θαμπώνουν το τζάμι.». Μια μικρή που έχει εγκαταλείψει το σπίτι της και εκδίδεται δίνει την αφορμή στον ήρωα να θυμηθεί τη δική του ζωή στις ανάδοχες οικογένειες. Θέλει να τη βοηθήσει αλλά δε μπορεί.

© 839646
 
Στο «Κυνήγι της αλεπούς» ο Μπο δουλεύει σε ένα συνεργείο και ονειρεύεται να βρει φτηνά ανταλλακτικά για το αμάξι του, ώστε να φύγει. Για που δεν έχει σημασία. Ένα ατύχημα, δύο θάνατοι, ένα κατεστραμμένο αυτοκίνητο, η ευκαιρία που του δίνεται για να φτιάξει το δικό του: «Έγινε ατύχημα και πήγα να δω. Η Ντόουν Ριντ και η Ανν Ντέιβις χτύπησαν στο φρεντς Κρικ, κοντά στην εκκλησία. Το αμάξι βγήκε απ’ τον δρόμο και βούτηξε στο ρέμα. Τις βρήκαν τέζα το πρωί...Τι αμάξι ήταν Ιμπάλα. Το πήγα σπίτι μου και θα το κρατήσω μέχρι να τελειώσουν οι μπάτσοι τη δουλειά τους. Άμα θες, σου δίνω ανταλλακτικά κοψοχρονιά. Δεν είναι ίδια έκδοση με το δικό σου, αλλά μπορείς να...».  Στη συνέχεια θα πάει μαζί με το αφεντικό του για κυνήγι αλεπούς, αλλά θα ταυτιστεί με το αβοήθητο ζώο και όχι με τους κυνηγούς. Οι άλλοι τον χτυπάνε σα να θέλουν να τον σκοτώσουν. Ευτυχώς δεν βρίσκουν το πιστόλι, αλλιώς μπορεί και να ήταν νεκρός «Βρήκε το πιστόλι του πατέρα του, που πάνω του τα υγρά φύλλα είχαν υφάνει σκουριασμένα νήματα, και το έριξε στο μπουφάν του. Κατέβαινε τρεκλίζοντας το μονοπάτι και αναρωτιόταν αν το Ιμπάλα θα ήταν έτοιμο ως την άνοιξη».

© Unsplash

Στο «Ξανά και ξανά» ο ήρωας ζει μια απολύτως μοναχική ζωή από τότε που πέθανε η γυναίκα του και έφυγε ο γιος του: «Έξω πάλι κρύος αέρας, πυκνό χιόνι πέφτει βαρύ πάνω στο πηλήκιό μου και γλιστράει μέσα απ’ τον γιακά. Ακούω τα γουρούνια μου να γρυλίζουν μέσ’ από την καλύβα, νομίζουν ότι πάω να τα ταΐσω. Θα έπρεπε να τρώνε κάτι καλύτερο απ’ τα άθλια αποφάγια που τους πετάω, αλλά πρώτα πρέπει να μάθω ότι ο γιος μου είναι καλά. Του είπα να μην πάει να κοιτάξει, ότι τα γουρούνια σκούζουν μόνο και μόνο γιατί δεν τα σφάζω. Πάντα σκούζουν όταν είναι χαρούμενα, αυτός όμως πήγε και κοίταξε. Και μετά έφυγε, για πού δεν ξέρω». Ένα βράδυ, μαζεύει έναν νεαρό απ’ τον δρόμο. Οι αναμνήσεις απ’ τον πόλεμο ξυπνάνε. «Σ’όλη τη διαδρομή πάνω στο βουνό μετράω τους άντρες στη Γαλλία, έπειτα σταματάω και αρχίζω να μετράω ξανά. Ποτέ δεν φτάνω πιο πέρα απ’ τη νύχτα που χιόνιζε».

© afnewsagency

Στη «Σφραγίδα» ένα παντρεμένο ζευγάρι, η Ρίβα και ο Τάιλερ, ετοιμάζονται για την ζωοπανήγυρη. Ο ταύρος τους θα λάβει μέρος σε διαγωνισμό. Η Ρίβα προσπαθεί να μείνει έγκυος, χωρίς να τα καταφέρνει, ενώ ο μεγάλος της έρωτας είναι ο αδερφός της, ο οποίος έφυγε, μάλλον από τότε που κατάλαβε ότι τον ήθελε ερωτικά: «Έφερε στη μνήμη της την εικόνα του αδερφού της, του Κλίντον, να κρατάει στο γυμνό του στέρνο μια αγκαλιά από νεογέννητα κουνέλια, ενώ στο κατόπι του η θεριστική μηχανή βούιζε μ΄έναν πνιχτό βόμβο. Άραγε εκείνο το καλοκαίρι κατάλαβε ότι τον ήθελε;»

© Vincent van Zalinge

Στον «Καβγατζή» ο κόσμος του Σκίβι απαρτίζεται από μια γυναίκα που δεν αγαπά, από παράνομες κοκορομαχίες, από μποξ και ξύλο μέχρι θανάτου. Ένα διήγημα γραμμένο με αίμα: «Στη σιωπή, ανάμεσα σε σκοτάδι και φως, ο Σκίβι ξύπνησε με το στομάχι κόμπο απ’ τον εφιάλτη. Άλλαξε πλευρό και ψηλάφισε τα καρούμπαλα στο κεφάλι του. Δεν ήταν πολλά, το κορμί του όμως πονούσε απ’τις καρεκλιές και οι ματωμένες γροθιές του κολλούσαν στα σεντόνια. Μες στην τρώγλη του, που ήταν άδεια και σκοτεινή σαν στέρνα, άκουσε τη φωνή του να αντηχεί: «Mπαντ». Ο εφιάλτης ήταν πολύ έντονος, σχεδόν σαν τον αληθινό αγώνα τότε με τον Μπαντ. Ο Σκίβι δεν ήταν σίγουρος αν είχε βαλεί όντως να σκοτώσει τον κολλητό του».

© steven lester

Στο «Τιμή στους πεσόντες» διαβάζουμε για τον πόλεμο, για τον θάνατο ενός φίλου, για την αγάπη που γίνεται αδιαφορία, για την ελπίδα ενός παιδιού που φοβάται και νομίζει ότι το κοιτάζουν στο σκοτάδι κόκκινα μάτια. Ο ήρωας δεν μπορεί να ησυχάσει. Οι αναμνήσεις τον στοιχειώνουν: «Τα διαστήματα ανάμεσα στις βολές ήταν χρονομετρημένα στην εντέλεια. τέσσερις φορές άστραψαν τα όπλα τους και άλλες τόσες αντήχησε ο ουρανός. Η βροχή μύριζε απ’ την αψάδα των πυρών και απ’ το νοτισμένο μαλλί των στολών μας. Έγινε ησυχία, ο μαέστρος ξερόβηξε. Έκανα ένα βήμα μπροστά και άρχισα να παίζω -κάπως παράφωνα, είν’ η αλήθεια- κι ένα παιδί απ’ τον απέναντι λόφο απάντησε στα σαλπίσματά μου. Τέλειωσα πρώτος και κατέβασα τη σάλπιγγα. Μόλις έσβησε στην ομίχλη η τελευταία νότα, ένιωσα ένα ξαφνικό τίναγμα και -μα τον Θεό- άκουσα τα ακρωτηριασμένα χέρια του Έντι να χτυπούν μέσ’ από το φέρετρο για να πάψουμε.»

© Marco Michelini

Στο πολύ σύντομο αλλά εξαιρετικό «Έτσι έχουν τα πράγματα», η Αλίνα και ο Χάρβι ζουν στην παρανομία. Η Αλίνα έφυγε απ’ το σπίτι της στη Δυτική Βιρτζίνια (για μια καλύτερη ζωή;) ακολουθώντας έναν κοινό εγκληματία: «Η σκηνή έπαιζε ακόμη στο μυαλό της: ο άντρας να απλώνει το χέρι για χειραψία και ο Χάρβι να του φυτεύει τρεις σφαίρες στο στήθος. “Φοβάμαι” είπε, και δεν μπορούσε να βγάλει απ’ τον νου της τη γριά που καθάριζε φασολάκια στη βεράντα. Ποιος ξέρει, σκεφτόταν η Αλίνα, αν καθόταν ακόμη στην ίδια θέση, ακίνητη, με το στόμα ανοιχτό και τον γιο της στην αυλή νεκρό».

© mirko delcaldo

Στο «Η σωτηρία μου» ο ήρωας ονειρεύεται να φύγει για το Σικάγο, ενώ μαθαίνουμε και για έναν φίλο του, τον Τσέστερ, ο οποίος όπως έφυγε γύρισε στο Ροκ Καμπ, το φανταστικό αυτό μέρος όπου εκτυλίσσονται όλα τα διηγήματα του συγγραφέα. Μία περιγραφή του μέρους αυτού που είναι τοποθετημένο στη Δυτική Βιρτζίνια μας δίνει ο συγγραφέας με χιούμορ απ’ την αρχή του διηγήματος: «Απ΄όλους τους σαλεμένους, ο Τσέστερ ήταν ο πιο ξύπνιος, γιατί την έκανε πριν αρχίσει να γαμιέται το σύμπαν. Αλλά ο τύπος είχε δύο θέματα: Πρώτον, έγινε μεγάλη μούρη και, δεύτερον, ξαναγύρισε στο χωριό. Αυτά δεν είναι τα κλασικά αμερικάνικα προβλήματα –π.χ., ποτό, πρέζα, να παραγαμάς ή να σε γαμάνε-, γιατί στο Ροκ Καμπ της Δυτικής Βιρτζίνια δεν θα βρείτε τα κλασικά αμερικάνικα προβλήματα, ούτε και το μέρος είναι το κλασικό κωλοχώρι των Απαλαχίων. Αποκλείεται να έχετε σπάσει καθρέφτη, να έχετε περάσει κάτω από σκάλα ή να έχετε γιορτάσει τον Άγιο Πάντι άμα δεν ξέρετε τι εστί Ροκ Καμπ, αλλά, αν ξέρετε, παίζει και να σας έχει σκάσει κάνα λάστιχο, να έχετε πέσει από διπλάνο ή να έχετε κάνει τον σταυρό σας με το αριστερό».

© skeeze

Το «Εν τω ξηρώ» είναι ένα συγκλονιστικό διήγημα και το αγαπημένο μου της συλλογής. Ο Ότι επιστρέφει στο σπίτι της ανάδοχης οικογένειάς του και μαζί επιστρέφουν οι αναμνήσεις από ένα ατύχημα με τον φίλο του Μπάστερ, μετά απ’ το οποίο ο τελευταίος έμεινε σχεδόν φυτό. Το ατύχημα, ένα νεκρό σκυλάκι που αγαπούσε ο Ότι, ο έρωτας με τη Σίλα τον γυρνάνε πίσω και ξαναζεί την κούρσα εκείνη που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή: «Πάνω στη σφιγμένη γροθιά του Μπας, ο Ότι είδε τις πιο βαθιά κρυμμένες στιγμές της κούρσας προς τη γέφυρα. Είδε το πρόσωπο του Μπας αγριεμένο κι έτοιμο για καβγά, είδε το μοχθηρό του γέλιο και ύστερα το χέρι του Μπας έστριψε απότομα το τιμόνι, σίδερα και λαμαρίνες τινάχτηκαν στην άσφαλτο κι εκσφενδονίστηκαν με πάταγο στα κάγκελα της γέφυρας. «Ορίστε, άρπα την τώρα». Ο Ότι γυρίζει προς τους λόφους: Στις πλαγιές υπάρχουν βράχοι και ρηχές σπηλιές. Εκεί κρυβόταν μικρός πάνω στα φύλλα και δίπλα στη φωτιά, εκεί ξαγρύπνησε το πτώμα του Μπιγκλ».

© Stan Miiii

Στην «Πρώτη μέρα του χειμώνα» ο ήρωας, ο Χόλις φροντίζει τους γέρους γονείς του και γι’ αυτό δεν μπορεί να φύγει από το Ροκ Καμπ. Ο αδερφός του, ο Τζέικ που εντωμεταξύ ζει μακριά με την οικογένειά του, αρνείται να μπουν οι γονείς τους στο γηροκομείο. Για τη ζωή που δε μπορεί να ζήσει ρίχνει το φταίξιμο στον αδερφό του και στους γονείς του. Μια αλεπού είναι ο κατάλληλος στόχος, για να διοχετεύσει και αυτός την οργή του κάπου: «Κοντά στο δάσος ακούμπησε σ’ ένα δέντρο για να ξεκουραστεί . Κοίταξε μες στις φυλλωσιές και στα πυκνά κλαδιά. Εκεί, ένα σχεδόν με τις κόκκινες βελόνες, ήταν μια αλεπού. Την παρακολουθούσε ασάλευτος και σκεφτόταν τον Τζέικ, τον σκεφτόταν κρυμμένο, ενώ ο ίδιος παραμόνευε και περίμενε πότε θα λυγίσει, πότε θα κουνηθεί. Σ’ ένα ξέσπασμα κακίας έβαλε ξαφνικά το κοντάκι στον ώμο και τράβηξε τη σκανδάλη.»
© monicore

H ανάγνωση του διηγημάτων του Pancake δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Θέλει αντοχές. Θέλει υπομονή. Και θέλει και δύναμη. Μερικά από τα διηγήματα είναι τόσο σκληρά που πονάνε. Και πονάνε, γιατί ο συγγραφέας μάς μιλάει για τον αμερικανικό εφιάλτη. Μας διηγείται στην πραγματικότητα με δώδεκα διαφορετικούς τρόπους τον ίδιο αυτό εφιάλτη, απ’ τον οποίο δυστυχώς και ο ίδιος δεν μπόρεσε να ξυπνήσει.






Ο συγγραφέας


Ο Βreece D’J Pancake γεννήθηκε το 1952 στο Σάουθ Τσάρλστον της Δυτικής Βιρτζίνια το 1952. Το 1974 παίρνει το πτυχίο της Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Μάρσαλ, ενώ την ίδια χρονιά προσλαμβάνεται στη Στρατιωτική Ακαδημία του Φορτ Γιούνιον, για να διδάξει Αγγλικά. Γίνεται δεκτός για μεταπτυχιακές σπουδές δημιουργικής γραφής από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια το 1976, ενώ την ίδια χρονιά ασπάζεται τον καθολικισμό. Το Νοέμβριο του 1978 ένας εκδοτικός οίκος του παραγγέλνει τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας σχεδιάζει το μυθιστόρημα με τίτλο «Γενιές» που πραγματεύεται τη φιλία δύο νέων, του Κόλι και του Ότι, ηρώων από τα διηγήματά του «Τριλοβίτες» και «Εν τω ξηρώ». Τον Απρίλιο του 1979 αυτοκτονεί. Εξαιρετική η ελληνική έκδοση από το Μεταίχμιο με εισαγωγή και χρονολόγιο (απ’ το οποίο και οι ανωτέρω πληροφορίες) του συγγραφέα και μεταφραστή Γιάννη Παλαβού.


Εξώφυλλα απ’ όλο τον κόσμο








Έγραψαν για το βιβλίο



  1. http://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/pancake-dapos-j-breece-metaichmio-trilobites
  2. http://www.literature.gr/grammena-me-choma-tis-linas-pantaleon/
  3. http://www.oanagnostis.gr/vromikos-realismos/
  4. http://www.lifo.gr/print/book_feature/77860
  5. http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1386_2255
  6. http://lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr/2015/12/stories-of-breece-dj-pancake-1952-1979.html
  7. http://www.kathimerini.gr/832143/article/politismos/vivlio/monaxikoi-kai-aposynagwgoi
  8. http://www.newyorker.com/books/page-turner/unearthing-breece-dj-pancake
  9. http://www.theguardian.com/books/2014/aug/08/breece-pancake-trilobites-baffled-love

Ετικέτες