Καρυότυπος του Άκη Παπαντώνη




Σελ.: 117
Εκδόσεις Κίχλη
Φωτογραφία Εξωφύλλου: Α.Π., Κολωνία 2013

«Υπήρχαν ημέρες που η ομίχλη υποχωρούσε. Αποκαλυπτόταν τότε το χρώμα από τις πλάκες στα πεζοδρόμια, τα μπαλώματα από γκαζόν στις μπροστινές αυλές, κι εκείνη η μούχλα που σκέπαζε τις στέγες των ομοιόμορφων και ομοιόχρωμων σπιτιών. Τέτοιες ημέρες ξαλάφρωναν από το βάρος της τα δέντρα – η πόλη έπαιρνε μια βαθιά ανάσα.»


Mπορεί η πόλη -η Οξφόρδη εν προκειμένω- να παίρνει βαθιές ανάσες, όταν η ομίχλη υποχωρεί, αυτός, ωστόσο, που δεν παίρνει ανάσα μέχρι να τελειώσει το μελαγχολικό αυτό διαμαντάκι του Άκη Παπαντώνη είναι ο αναγνώστης. Από το πρώτο κεφάλαιο της νουβέλας, το οποίο αποτελεί ένα από τα ωραιότερα πρώτα κεφάλαια βιβλίων που έχω διαβάσει, μαθαίνουμε τί θα απογίνει ο ήρωας. Το γεγονός αυτό της αποκάλυψης της τύχης του, ωστόσο, σε τίποτα δεν απομειώνει τον θαυμασμό που αισθάνεται ο τυχερός αναγνώστης της συγκλονιστικής αυτής νουβέλας, που εντυπωσιάζει με τη λογοτεχνική της αρτιότητα, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι αποτελεί το συγγραφικό ντεμπούτο του νέου αυτού συγγραφέα.
© 2008-2015 MaskedShaper

Ως προς την πλοκή:

Ο Ν., ένας τριαντάχρονος μοριακός βιολόγος, μετακομίζει από την Αθήνα στην Οξφόρδη, προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα πανεπιστημιακό ερευνητικό πρόγραμμα του Τμήματος Βιοχημείας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης για τη βιοχημεία της μνήμης της στοργικότητας και συγκεκριμένα για το γενετικό και βιοχημικό υπόβαθρο της μακροπρόθεσμης μνήμης της στοργικότητας.


© 2013-2015 silvercapricorn93
Εμμονικός, εσωστρεφής και αυτιστικά πειθαρχημένος, τρυφερός (σε μικρές δόσεις) με τη μητέρα του και τους αστέγους, απόλυτα προσηλωμένος στα πειράματά του με τα ποντίκια, ο Ν. αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα. Είναι ένας αντιήρωας, με τον οποίο ο αναγνώστης δεν μπορεί να ταυτιστεί, αφού οι συμπεριφορές και οι συνήθειές του μόνο φυσιολογικές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Αυτό που καταφέρνει, παρ’ όλα αυτά, ο Παπαντώνης είναι να κάνει τον αναγνώστη να νιώσει, να κατανοήσει και εν τέλει να συμπάσχει μαζί με τον ήρωά του.

«Περπατάω τριάντα χρόνια χωρίς πατημασιές, χωρίς σκιά, χωρίς ίχνος εαυτού, τριάντα χρόνια σπαταλημένα σε ένα αναλώσιμο τίποτα, σε ασκήσεις κοινωνικής άλγεβρας και γεωμετρίας, τί θα πεις, πώς και πού και πότε θα το πεις. Έτσι λειτουργούν τα δανεισμένα μας γονίδια και δεν σκοπεύουν να αλλάξουν τρόπο τώρα για κανέναν από εμάς».

Ο τόπος, η Οξφόρδη, είναι και αυτή πρωταγωνίστρια του βιβλίου, μονίμως ομιχλώδης, κρύα και υγρή, μοιάζει ιδανική για έναν χαρακτήρα, όπως ο Ν. που θέλει να απομακρυνθεί από όλους, της οικογένειας συμπεριλαμβανομένης, και από όλα. Η Οξφόρδη και η ομίχλη της τον τυλίγει και τον εξαφανίζει ή μάλλον ο Ν. αφήνεται να εξαφανιστεί μέσα στην πόλη αυτή μαζί με τις μνήμες του.

Η ζωή του στην Οξφόρδη, ή μάλλον αυτό που ο ήρωας θεωρεί «ζωή» περιγράφεται ως εξής:

© 2005-2015 magicmuppet

«Kι η νέα μου ζωή στράτα στρατούλα. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι, στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι, στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Όλα με το ρολόι, και το ποτό και το φαγητό κι οι καύλες και το ξύπνημα κι η βροχή και ο ήλιος – σπονδή η τόση μεθοδικότητα σε όσα ελπίζεις να καταφέρεις.»

Η ψυχρή θερμοκρασία της φωνής, ο μικροπερίοδος, πυκνός λόγος, η τριτοπρόσωπη αποστασιοποιημένη και περιγραφική αφήγηση αποτελούν τα ιδανικά εργαλεία, για να αποδώσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Ν. και τις υπαρξιακές ανησυχίες του που έχουν περιβληθεί τον μανδύα των επιστημονικών ερωτημάτων και πειραμάτων: είναι η στοργή εγγενής ή επίκτητη, είναι η μοναξιά επιλογή ή αποτελεί χαρακτηριστικό της ανθρώπινης υπόστασης; Η ζωντανή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που σπάει κατά κάποιον τρόπο την αποστειρωμένη και βαριά τριτοπρόσωπη αφήγηση, δίνει αρκετές ανάσες στο κείμενο και τον αναγνώστη, ο οποίος συγκλονισμένος κοιτάζει τον ήρωα να βαδίζει προς το τέλος που καταγράφεται στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο.

© 2011-2015 lauchapos

Παρατηρώντας τα ποντίκια των πειραμάτων του, ο Ν. παρατηρεί ουσιαστικά τον εαυτό του και τη ζωή του ως εξωτερικός παρατηρητής, ως κομπάρσος και όχι ως πρωταγωνιστής. Η παρατήρηση είναι λέξη κλειδί για την κατανόηση της ψυχοσύνθεσης του ήρωα, αφού μέσω αυτής φαίνεται να νιώθει συναισθήματα για τους άλλους. Αυτό μας καταθέτει και η αδερφή του, στην εξομολόγησή της:

«Αλλά έτσι ήταν πάντα ο αδερφός μου, μας αγαπούσε όλους σιωπηρά, μας αγαπούσε όταν είχαμε στραμμένο αλλού το βλέμμα, όταν ξέφεγε από την προσοχή μας. Όταν μας κοιτούσε μέσα από κλειδαρότρυπες, ήμασταν ο κόσμος του».

Με τον ίδιο τρόπο, φωτογραφίζοντας, αχνοφαίνεται η ύπαρξη κάποιου στοιχειώδους συναισθήματος για μια κοπέλα που συναντά στους δρόμους της Οξφόρδης κάνοντας ποδήλατο. Τη φωτογραφίζει. Δεν της μιλάει. Όπως δεν μιλάει σε όλο το βιβλίο. Δεν υπάρχει ούτε ένας διάλογος του ήρωα με οποιονδήποτε, ούτε συνομιλίες του με τρίτους, πέραν των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που στέλνει στον επόπτη του και τα «status updates» στο Facebook. Ο ήρωας συνομιλεί μόνο με τον εαυτό του σε σκόρπια σημεία του βιβλίου και αυτές μόνο μέσα από το μαγνητοφωνάκι του. Ο ίδιος αναρωτιέται:

«Στη διαδρομή μιλούσε στον εαυτό του. Μόλις έφτασε σπίτι, μούσκεμα από τη βροχή, ακούμπησε το μαγνητόφωνο πάνω στο φουρνάκι. Και, όρθιος, πάτησε το rec. “Γιατί μιλάω μόνος μου; Tα μωρά μιλάνε μόνα τους. Γιατί επινοώ φανταστικούς ομοζυγωτικούς διδύμους; Επειδή δεν ακούγομαι ή επειδή δεν θέλω να ακουστώ;»

Αποκορύφωμα της συνομιλίας του ήρωα με τον εαυτό του βρίσκουμε στο κεφάλαιο του βιβλίου που τιτλοφορείται “Ιντερμέδιο 1”. Εκεί παρακολουθούμε τον Ν. σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση να μας καταθέτει τις σκέψεις του για τη μοναξιά, τη μνήμη, την οικογένεια, τις πατρίδες του, τις σαν σε αρνητικό φωτογραφίας αναμνήσεις του από μια άλλη χώρα, τη Ρουμανία, για ορφανά-ποντίκια, για ορφανά παιδιά, για το καθεστώς Τσαουσέσκου που κατέστρεψε έναν λαό και μια χώρα.


© 2014-2015 Annie-Bertram
Σκόρπιες σκέψεις, βασανιστικά ερωτήματα, άγχοι, φοβίες υπό μορφή (έλλογου) παραληρήματος. Είναι το κεφάλαιο του βιβλίου που ο λόγος αλλάζει, γίνεται αγχωτικός, μακροπερίοδος, σαν ένα βάρος ασήκωτο να πλακώνει τον ήρωα και να τον πιέζει να εξομολογηθεί, να βγάλει από μέσα του όλα όσα τον απασχολούν, όπως η μνήμη, η μοναξιά και το βάρος της, αλλά και τα χάδια που ποτέ δεν ξέχασε. Το Ιντερμέδιο 1 αποτελεί κατά τη γνώμη που ένα από τα κορυφαία κεφάλαια του βιβλίου.  Είναι το κατεξοχήν κεφάλαιο του βιβλίου που φέρνει πιο κοντά τον ήρωα στον αναγνώστη.

«Μνήμη είναι ό,τι θυμάσαι πως έζησες, άρα ό,τι παραμένει καρφωμένο στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου, αυτό μου υπενθυμίζουν τα ποντίκια στα κλουβιά τους, με τα κουτσουρεμένα γονίδια, τις διαταραγμένες ορμόνες, τα λειψά τελομερή – τα ποντίκια του Τσαουσέσκου. Μνήμη είναι μια ζεστή υγρασία που ξεκινά από τα νευρωνικά κέντρα του εγκεφάλου σου και αναβλύζει από τα μάτια και τα δάχτυλά σου και σου στολίζει το στήθος και τα κοιλιά. Μνήμη είναι οι εικόνες ενός παραχαραγμένου παρελθόντος, κι όμως εσύ γελάς με το κεφάλι ριγμένο πίσω, γελάς ένα γέλιο σκοτεινό, εξαγνιστικό. Βλέπεις, καθώς τα χρόνια περνούν, η μνήμη της στοργής δεν απειλείται από τη λήθη, απειλείται από τις ιστορίες που επινόησες, αυτές στις οποίες πιστεύεις πιο βαθιά από οτιδήποτε. Έτσι, δεν απομένει χώρος για όσα πραγματικά συνέβησαν, κι εγώ πάσχω από μνήμη. Από υπερβολική μνήμη – καταλαβαίνεις;»


© 2012-2015 Jancus

Πάσχει από μνήμη λοιπόν ο ήρωας, αφού θυμάται ακόμη κι αυτά που θα ήθελε (;) να ξεχάσει. Εμείς με τη σειρά μας, παρατηρούμε τον Ν. να παρατηρεί τα ποντίκια των πειραμάτων του, ενώ “χαϊδεύουμε το σβέρκο μας”, προσπαθώντας να θέσουμε τα δικά μας ερωτήματα και να βρούμε τις δικές μας απαντήσεις αναφορικά με το εγγενές της βιολογίας και το επίκτητο της ψυχολογίας, αλλά κυρίως σκεφτόμενοι τις ιστορίες που επινοήσαμε στη θέση της αλήθειας.

 





O συγγραφέας


Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ εργάστηκε και ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, όπου και ζει. Έχει δημοσιεύσει πεζά τόσο σε ελληνικά, όσο και σε αγγλόφωνα περιοδικά. Πριν την δημοσίευση του «Καρυότυπου» είχε ήδη ξεχωρίσει με διηγήματά του που έχουν συμπεριληφθεί στα συλλογικά έργα «Είμαστε όλοι μετανάστες» (Εκδόσεις Πατάκη 2007) και «11 λέξεις» (Εκδόσεις Καλέντης 2013). Για τον «Καρυότυπο» τιμήθηκε με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του περιοδικού "Αναγνώστης".





Διαβάστε την συνέντευξη
του συγγραφέα

 


Aκούστε τον συγγραφέα





To soundtrack του βιβλίου

 




Έγραψαν για το βιβλίο


  1. https://www.efsyn.gr/arthro/apo-ti-viologia-tis-storgikotitas-sti-glossiki-viologia
  2. http://www.bookpress.gr/stiles/eponimos/o-akis-papantonis-sti-deth
  3. http://www.bookpress.gr/kritikes/pezografia/papantonis-akis-kichli-karuotupos
  4. http://librofilo.blogspot.gr/2015/02/blog-post_18.html
  5. http://lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr/2015/02/blog-post.html
  6. http://no14me.blogspot.gr/2015/01/blog-post.html
  7. http://www.kathimerini.gr/798585/article/politismos/vivlio/epwdynh-viologia

Ετικέτες , ,